- συνεισδυνω
- συνεισδύνωσυν-εισδύνωодновременно проникать
(εἴς τινα ὑπόνομόν τινι Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(εἴς τινα ὑπόνομόν τινι Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνεισδύνω — ΜΑ βλ. συνεισδύω … Dictionary of Greek
συνεισδύω — και συνεισδύνω ΜΑ [εἰσδύω] διεισδύω συγχρόνως … Dictionary of Greek